συντριμμοί

συντριμμοί
συντριμμός
ruin
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντριμμός — ο, ΜΑ [συντρίβω] μσν. συντριβή, θραύση, θρυμματισμός αρχ. 1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ) 2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» θλίψεις, πικρίες (ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”